ωοειδής

ωοειδής
-ής, -ές
γεν. -ούς, αιτ. -ή, πληθ. ουδ. -ή, αυτός που έχει σχήμα αβγού: Το πρόσωπό του είναι ωοειδές.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ωοειδής — Κάθε επίπεδη κλειστή γραμμή, τέτοια ώστε το ευθύγραμμο τμήμα που ενώνει δύο οποιαδήποτε σημεία της να βρίσκεται ολόκληρο στο εσωτερικό της (δηλ. το μέρος του επιπέδου που αυτή περικλείει) ή να αποτελεί μέρος αυτής της γραμμής. Παραδείγματα ω.… …   Dictionary of Greek

  • ᾠοειδῆ — ᾠοειδής egg shaped neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ᾠοειδής egg shaped masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ᾠοειδής egg shaped masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠιοειδεῖς — ᾠοειδής egg shaped masc/fem acc pl ᾠοειδής egg shaped masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠιοειδές — ᾠοειδής egg shaped masc/fem voc sg ᾠοειδής egg shaped neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ᾠοειδεῖ — ᾠοειδής egg shaped masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ᾠοειδής egg shaped masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ᾠοειδεῖς — ᾠοειδής egg shaped masc/fem acc pl ᾠοειδής egg shaped masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ᾠοειδές — ᾠοειδής egg shaped masc/fem voc sg ᾠοειδής egg shaped neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεμφαδένας — Ωοειδής δομή που εντοπίζεται κατά μήκος της πορείας των λεμφαγγείων. Φιλτράρει τη λέμφο (βλ. λ.) και ενεργεί ως φραγμός για την εξάπλωση μιας λοίμωξης. Η διόγκωσή του μπορεί να είναι ένδειξη τοπικής φλεγμονής, συστηματικής διαταραχής ή… …   Dictionary of Greek

  • ᾠοειδοῦς — ᾠοειδής egg shaped masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δάφνη — (daphnae).Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των θυμελαϊδών. Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει οκτώ είδη, από τα οποία τα πιο διαδεδομένα είναι η δ. η μεζέρεια, η δ. η κνέωρη και η δ. η δαφνοειδής.Η πρώτη συναντάται στα δάση της χώρας μας.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”